- κυνδαλοπαίκτης
- κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)αυτός που παίζει κυνδαλισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνδαλοπαῖκται — κυνδαλοπαίκτης game of knocking out one peg with another masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνδαλοπαίκτην — κυνδαλοπαίκτης game of knocking out one peg with another masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)